- μόσχο-
- см. μοσκο\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek … Wikipedia
μοσχίας — μοσχίας, ὁ (ΑΜ) μσν. κριάρι τριών ετών που μοιάζει με μικρό μόσχο αρχ. (για νεογνά ζώων) όμοιος με μικρό μόσχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επίθημα ίας, που δηλώνει ονομ. ζώων (πρβλ. αστερ ίας, καρχαρ ίας)] … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek
ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] … Dictionary of Greek
κνισοθύτης — κνισοθύτης, ὁ (Μ) αυτός που κάνει θυσίες από τις οποίες αναδίδεται κνίσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + θύτης (< θύω [Ι]) πρβλ. μηλο θύτης, μοσχο θύτης] … Dictionary of Greek
κοκκινοβολώ — και άω είμαι κατακόκκινος («κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, μοσχο βολώ] … Dictionary of Greek
μοσχοθυτώ — μοσχοθυτῶ, έω (Μ) [μοσχοθύτης] θυσιάζω μόσχο … Dictionary of Greek
μοσχοθύτης — μοσχοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ή σφάζει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχο + θύτης (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βοο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek
μοσχολάτραι — μοσχολάτραι, οἱ (Μ) αυτοί που λατρεύουν τον μόσχο, ειδωλολάτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + λάτραι, πληθ. τού λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτραι, μοιρο λάτραι)] … Dictionary of Greek